- εὐθυμάχας
- εὐθῠμᾰχας1 fighting fairly εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα (the boxer, Diagoras) O. 7.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευθυμάχης — εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχης (< μάχομαι) πρβλ. α ταρβο μάχης, οπλο μάχης] … Dictionary of Greek